Ασφάλιση σεισμού για κτήρια που κατασκευάστηκαν νωρίτερα του έτους 1960. Ο Δευτεροβάθμιος Προσεισμικός Έλεγχος του ΟΑΣΠ ως προτεινόμενη μέθοδος προ-ασφαλιστικού ελέγχου.
blocks-image-04.jpg (Demo)

Ως γνωστό στην Ασφαλιστική Αγορά, τα κτήρια που κατασκευάστηκαν νωρίτερα του έτους 1960 δεν ασφαλίζονται για τη κάλυψη σεισμού εκτός των περιπτώσεων τραπεζικών δανείων όπου σε ορισμένες περιπτώσεις συμβαίνει καθότι υπάρχει σχετική αντασφαλιστική κάλυψη.

Ωστόσο πολλά από τα κτήρια αυτά τυγχάνουν καλής κατάστασης, είναι καλοδιατηρημένα, χωρίς εμφανείς ζημιές στο φέροντα οργανισμό συμφώνως αφενός της εμπειρίας μου κατά την επιθεώρησή τους συμφώνως αφετέρου της πρόσφατης δημοσίευσης αναφορών του Κου Καθηγητή Αντισεισμικών Κατασκευών και Ομότιμου Καθηγητή στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Κου Παναγιώτη Καρύδη  https://www.iefimerida.gr/ellada/seismo-antehoyn-spitia-ellada-athina-asfali στην οποία αναφέρει πως αυτά αριθμούνται περίπου στο 30% του κτηριακού αποθέματος (δηλαδή ~ 1.900.000 κτήρια) και πως (…τα παλιά κτίρια, προ του ’59, πριν τον Αντισεισμικό Κανονισμό, λέμε συχνά ότι είναι χωρίς αντισεισμική μελέτη και δόμηση. Και όμως, μπορεί αυτά τα κτίρια, αν είναι καλοδιατηρημένα και δεν έχουμε επέμβει να κόψουμε τοίχους ή να κάνουμε προσθήκες, να είναι κάποια πολύ καλύτερα από τα νεότερα. Μετά το 1985 όντως, και ιδιαίτερα μετά το ’94, έχουμε μια βελτίωση. Τα κτίρια πριν το 1959 είναι το 30% του χτισμένου περιβάλλοντος. Όπως είπα, κάποια κτίρια εξ αυτών χτίστηκαν με εμπειρία και καλούς χτίστες. Δεν το έκανε ο οποιοσδήποτε. Ακόμη και κτίριο από μπετόν να ήταν, το αναλάμβανε μηχανικός με πολύ μεγάλη εμπειρία και προσοχή», τονίζει χαρακτηριστικά. Μετά τον Κανονισμό, ωστόσο, συνεχίζει ο καθηγητής, «άρχισε ο καθένας, είτε ήξερε είτε δεν ήξερε, και λόγω της ζήτησης για κατοικία, να φτιάχνει πρόχειρες κατασκευές, με χαμηλής ποιότητας υλικά, και κακές επεμβάσεις. Από το 1960 μέχρι το 1985 θα έλεγα ότι είναι η χειρότερη περίοδος. Είναι τα πιο τρωτά κτίρια. Και είναι το 48% του δομημένου περιβάλλοντος, μιλάμε περίπου για τα μισά κτίρια της χώρας….)

Ενδεικτικά όχι περιοριστικά θα αναφερθώ πως τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από παραδείγματα υφιστάμενων πολυκατοικιών και λοιπών κτιρίων  της περιοχής του Κολωνακίου, των Εξαρχείων, του Κέντρου των Αθηνών καθώς και άλλων περιοχών της Αθήνας, του Πειραιά των Νησιών και της Υπόλοιπης Ελλάδας με παρόμοιο σχετικό κτηριακό απόθεμα που «λίγο-πολύ», όλοι μας έχουμε συναντήσει σε σχετικές αυτοψίες.

Σύμφωνα με την ΥΠ422/2022 – ΦΕΚ 3134/Β/21-6-2022   που αφορά στο Δευτεροβάθμιο Προσεισμικό Έλεγχο του ΟΑΣΠ αναφέρονται τα εξής:

(…Σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική η απογραφή και ιεραρχική αποτίμηση των κτιρίων γίνεται σε τρεις διαδοχικές φάσεις που έχει επικρατήσει να ονομάζονται:

α. Ταχύς οπτικός ή πρωτοβάθμιος προσεισμικός έλεγχος

β. Δευτεροβάθμιος προσεισμικός έλεγχος

γ. Τριτοβάθμιος προσεισμικός έλεγχος

Ο ΟΑΣΠ έχει ήδη αναπτύξει και προτυποποιήσει τη μέθοδο και το αντίστοιχο δελτίο του πρωτοβάθμιου προσεισμικού ελέγχου για κτίρια από οπλισμένο σκυρόδεμα, με βάση την οποία αρκετοί φορείς του Δημοσίου έχουν ήδη προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό την κατ’ αρχήν ιεράρχηση του κτιριακού δυναμικού ευθύνης τους. Ο Ταχύς Οπτικός Έλεγχος αποτελεί μία απλοποιημένη μεθοδολογία που εφαρμόζεται σε μεγάλα σύνολα κτιρίων και ως εκ τούτου είναι από τη φύση του περιορισμένης αξιοπιστίας.

Πεδίο εφαρμογής του δευτεροβάθμιου προσεισμικού ελέγχου αποτελούν τα κτίρια που, από τον μακροσκοπικό πρωτοβάθμιο έλεγχο, έλαβαν βαθμολογία κάτω ενός προβλεπόμενου ορίου.Στόχος του δευτεροβάθμιου προσεισμικού ελέγχου είναι η εκ νέου ιεραρχική βαθμονόμηση των κτιρίων αυτών με βάση την αποτύπωση και αξιολόγηση τεχνικών χαρακτηριστικών. Ο έλεγχος αυτός υπεισέρχεται σε περισσότερες λεπτομέρειες και προϋποθέτει τη δυνατότητα πρόσβασης σε όλους τους χώρους του κτιρίου, τη σύνταξη σχεδίων αποτύπωσης γεωμετρίας και παθολογίας, οπτική αξιολόγηση και ορισμένους επιτόπου ελέγχους των δομικών υλικών καθώς και στοιχειώδεις υπολογισμούς για την ποσοτική αποτίμηση χαρακτηριστικών δεικτών, χωρίς προσομοίωση του φέροντα οργανισμού.

Ο δευτεροβάθμιος προσεισμικός έλεγχος είναι λεπτομερέστερος του πρωτοβαθμίου ελέγχου (ταχέως οπτικού), αλλά ταχύτερος από τον τριτοβάθμιο έλεγχο, ο οποίος απαιτεί πλήρη μελέτη αποτίμησης της σεισμικής ικανότητας του κτιρίου σύμφωνα με τις αρχές και μεθόδους της σεισμικής μηχανικής και των τελευταίων εξελίξεων σε κανονιστικά εγχειρίδια (ΚΑΝ.ΕΠΕ., όπως ισχύει). Η προτεινόμενη μεθοδολογία αποτελεί μια προσεγγιστική διαδικασία αποτίμησης της σεισμικής ικανότητας και της σεισμικής επάρκειας υφιστάμενων κτιρίων από Ο.Σ. σε σχέση με τη σεισμική απαίτηση, όπως ορίζεται στις σύγχρονες κανονιστικές διατάξεις. Η μεθοδολογία περιλαμβάνει κάποιους υπολογισμούς, οι οποίοι είναι γενικά προσεγγιστικοί, χωρίς απαιτήσεις κατάστρωσης ενός λεπτομερούς μοντέλου του κτιρίου όπως συμβαίνει στις πλήρεις μελέτες που απαιτεί ένας τριτοβάθμιος έλεγχος. Στην παρούσα πρόταση παρουσιάζεται η διαδικασία του δευτεροβάθμιου προσεισμικού ελέγχου. Το τελικό αποτέλεσμα του ελέγχου αυτού είναι ένας “δείκτης” που ονομάζεται «Δείκτης Προτεραιότητας Ελέγχου λ» του κτιρίου. Ο δείκτης αυτός δεν διαθέτει απόλυτα αντικειμενική σημασία αλλά υποδεικνύει τη σειρά προτεραιότητας για την τρίτη φάση του όλου εγχειρήματος (τριτοβάθμιος προσεισμικός έλεγχος) δηλαδή τη σύνταξη μελετών αποτίμησης και ανασχεδιασμού (ενίσχυσης) περιορισμένου αριθμού κτιρίων ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του εκάστοτε αρμόδιου φορέα….)

Σύμφωνα με το έντυπο ελέγχου που εμπεριέχεται στη παραπάνω υπουργική απόφαση, στο πέρας του ελέγχου ορίζεται σεισμική κατηγορία (Κ) ως ο μέγιστος στόχος αποτίμησης που μπορεί να εξασφαλίσει ένα κτίριο για μία «στοχευμένη συμπεριφορά του κτηρίου σε σεισμικό γεγονός» ήτοι στάθμη επιτελεστικότητας Β («Σημαντικές Βλάβες» κατά ΚΑΝ.ΕΠΕ.), εφαρμόζοντας τη μεθοδολογία του δευτεροβαθμίου προσεισμικού ελέγχου.

Κατά τη μελέτη της μεθόδου την οποία έκανα για λόγους προσωπικής εκπαίδευσης, ανάπτυξης και καλύτερης κατανόησης της αντίδρασης των κτηρίων σε σεισμούς και δη σημαντικούς προκειμένου να κρίνω την ανάγκη και τη προτεραιότητα ασφάλισης κινδύνου σεισμού και λοιπών παρόμοιων γεγονότων, κατέληξα στο προσωπικό συμπέρασμα πως ο παράγοντας «δ» δυνητικά εκφράζει την προσεγγιστική αποτίμηση της σεισμικής ικανότητας και επάρκειας του κτιρίου εκπεφρασμένη στην ανηγμένη οριζόντια εδαφική επιτάχυνση σεισμικών γεγονότων όπως αυτή απεικονίζεται και μελετάται στα φάσματα σχεδιασμού και φάσματα απόκρισης σεισμών που έχουν ήδη συμβεί στο παρελθόν ως κάτωθι:

Πηγή: http://lee.civil.ntua.gr/pdf/mathimata/antiseismiki_texnologia_1/simeioseis/notes_psyxarh_teuxos_1.pdf

Πηγή: http://www.itsak.gr/uploads/news/earthquake_reports/EQ_Attica_2019-07-19_M5.3_report_v02.pdf

ΙΤΣΑΚ: Σεισμός Σάμου 30-10-2020 Φάσμα απόκρισης επιτάχυνσης

Πηγή: https://bit.ly/3FslKi1

Πηγή: http://okeanis.lib.puas.gr/xmlui/bitstream/handle/123456789/68/pol_00417.pdf?sequence=1&isAllowed=y

 Κατά τη προσωπική μου άποψη, ενδεικτικά όχι περιοριστικά, εφόσον ένα κτήριο που κατασκευάστηκε νωρίτερα του έτους 1960 (πχ το 1956) μελετηθεί με τον δευτεροβάθμιο προσεισμικό έλεγχο του ΟΑΣΠ και εκτιμηθεί ο παράγοντας «δ» πχ στη τιμή 0.80, για στάθμη επιτελεστικότητας Β (στοχευμένης συμπεριφοράς) «Σημαντικές Βλάβες» τότε το κτήριο κατατάσσεται στην κατηγορία Κ2+ καθότι η τιμή 0.80 βρίσκεται ανάμεσα στις τιμές 0.75≤δ<1.00 του πίνακα.

Το αποτέλεσμα αυτό, κατά τη προσωπική μου άποψη, δυνητικά θα μπορούσε να ερμηνευτεί πως το κτήριο, στη κατάσταση που βρίσκεται κατά την αυτοψία, τυγχάνει μακροσκοπικής προσεγγιστικής αποτίμησης της σεισμικής ικανότητας και επάρκειας του εκπεφρασμένη σε ανηγμένη οριζόντια εδαφική επιτάχυνση σεισμικών γεγονότων έως και 0.80  (δείτε τον άξονα ψ στα παραπάνω φάσματα απόκρισης επιτάχυνσης), η πιθανότητα υπέρβασης της σεισμικής δράσης είναι 20% και η μέση περίοδο επαναφοράς του γεγονότος είναι 225 έτη.

Συμπερασματικά κατά τη προσωπική μου άποψη, καταλήγω πως:

  • Πολλά από τα κτήρια που κατασκευάστηκαν νωρίτερα του 1960 υφίστανται τη παρούσα, σε πολύ καλή κατάσταση και έχουν αντέξει επαρκώς σε όλα τα σεισμικά γεγονότα που έχουν συμβεί στην Ελλάδα. Επιπροσθέτως τα κτήρια κατασκευής προ του έτους 1955 θεωρούνται πολεοδομικά ως νομίμως υφιστάμενα.
  • Ο Δευτεροβάθμιος προσεισμικός έλεγχος του ΟΑΣΠ είναι λεπτομερής, παρέχει καλή μακροσκοπική προσέγγιση αποτίμησης της σεισμικής ικανότητας και επάρκειας του υπο εξέταση κτηρίου σε σεισμικά γεγονότα, είναι οικονομικότερος και ταχύτερος από τον τριτοβάθμιο έλεγχο (στατική μελέτη υφιστάμενου κτηρίου) που απαιτεί πλήρη μελέτη αποτίμησης της σεισμικής ικανότητας του κτιρίου σύμφωνα με τις αρχές και μεθόδους της σεισμικής μηχανικής και των τελευταίων εξελίξεων σε κανονιστικά εγχειρίδια (ΚΑΝ.ΕΠΕ., όπως ισχύει).
  • Ο Δευτεροβάθμιος προσεισμικός έλεγχος του ΟΑΣΠ καταλήγει σε στατιστικά στοιχεία που μπορούν να μελετηθούν περαιτέρω από αναλογιστές των Ασφαλιστών προκειμένου να εκτιμηθεί δυνητικό ειδικό ασφάλιστρο για την ασφάλιση κινδύνου σεισμού (και λοιπών παρόμοιων γεγονότων).
  • Πολλά από τα κτήρια που κατασκευάστηκαν νωρίτερα του 1960, κατόπιν ελέγχου τους με το δευτεροβάθμιο προσεισμικό έλεγχο του ΟΑΣΠ, δύνανται να καταστούν ασφαλίσιμα είτε σε κάλυψη σεισμού ως αυτή παρέχεται την παρούσα είτε με διακύμανση της απαλλαγής η/και με ασφάλιση σε Α΄ κίνδυνο κλπ, αναλόγως του αποτελέσματος του ελέγχου.
  • Ο συνολικός αριθμός των κτηρίων αυτών αντιπροσωπεύει περίπου το 30% του κτηριακού αποθέματος της Ελλάδας (δηλαδή ~ 1.900.000 κτήρια) όπου συμφώνως των παραπάνω «ανοίγει μια νέα αγορά» για την ασφαλιστική βιομηχανία.
  • Οι Ασφαλιστές δυνητικά, μπορούν να πείσουν τους Αντασφαλιστές στην μελέτη και παροχή αντασφαλιστικής κάλυψης καθότι συμφώνως των παραπάνω, τα κτήρια αυτά πληρούν τους σημαντικότερους βασικούς κανόνες της ασφαλιστικής τεχνικής.
  • Ο ρόλος των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών θα γίνει ακόμα πιο σημαντικός και απαραίτητος για τον ασφαλισμένο λόγω της ιδιαιτερότητας των κινδύνων που αναφύονται και των προσφερόμενων ασφαλιστικών προϊόντων που καθίστανται ολοένα και πιο σύνθετα.
Μοιραστείτε το :