Περιγραφή
Υποστύλωμα αστοχεί κατόπιν ισχυρού σεισμού. Το κτήριο έχει μελετηθεί με αντισεισμικό σχεδιασμό ωστόσο γνωρίζουμε ότι οι αντισεισμικές μελέτες σκοπούν πάντα στο να αστοχήσει η δοκός καμπτικά έναντι του υποστυλώματος.
Η αστοχία στο υποστύλωμα εμφανίζεται με τη μορφή καμπτοδιατμητικής αστοχίας. Η στατική μελέτη ελέγχεται ορθή. Ωστόσο κατά τον έλεγχο της εφαρμογής της μελέτης διαπιστώνεται ότι ο διαμήκης οπλισμός των δοκών 5Φ14 S400 έχει αντικατασταθεί από τον κατασκευαστή κατόπιν απαίτησης του ιδιοκτήτη με 6Φ14 S500 δηλαδή με περισσότερο οπλισμό και ισχυρότερη ποιότητα.
Λόγω της αύξησης της ποιότητας του οπλισμού των δοκών, αυξήθηκε η ροπή αστοχίας τους χωρίς να αυξηθεί και αυτή των υποστυλωμάτων. Ασθενής κρίκος της κατασκευής αναδείχθηκε το υποστύλωμα διότι η δοκός απέκτησε περισσότερη αντοχή σε κάμψη και μεγαλύτερη πλαστιμότητα.
Το κτήριο έχει νόμιμη οικοδομική άδεια και τυγχάνει ασφαλισμένο για σεισμό με πρόγραμμα ασφάλισης κατοικιών. Πως θα κριθεί και θα αποζημιωθεί η περίπτωση αυτή δυνάμει των κάτωθι όρων του ασφαλιστηρίου και των κάτωθι άρθρων του Ν.2496/1997 ?
Ασφαλιστήριο
Ειδικός όρος σεισμού
Άρθρο 1.
Έκταση κάλυψης
Καλύπτονται οι υλικές ζημιές που θα προκληθούν άμεσα από Σεισμό στα ασφαλιζόμενα αντικείμενα , μέχρι του ορίου που αναφέρεται στο Ασφαλιστήριο.
Άρθρο 2.
Προϋποθέσεις
Η κάλυψη παρέχεται με την προϋπόθεση, ότι το κτίριο που περιγράφεται στο ασφαλιστήριο, έχει νόμιμη οικοδομική άδεια και δεν έχει υποστεί μέχρι σήμερα καμία ζημιά από σεισμό, σύμφωνα με δήλωση του Λήπτη της Ασφάλισης ή / και του Ασφαλισμένου.
Άρθρο 3
Στην ασφάλιση Πυρός, από βαρεία αμέλεια , δόλο του Λήπτη της Ασφάλισης ή / και του Ασφαλιζόμενου σε κάθε περίπτωση , καθώς και από δόλο μόνο των προσώπων που συνοικούν μαζί του ή των νομίμων αντιπροσώπων του ή των εκπροσώπων του ή των τρίτων στους οποίους έχει ανατεθεί επαγγελματικά η φύλαξη του αντικειμένου της ασφάλισης ή των προσώπων που έχουν προστηθεί απ΄ αυτόν, εκτός αν ο Λήπτης της Ασφάλισης ή / και ο Ασφαλιζόμενος , ενεργούν στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους , οπότε εκτός από τον δόλο εξαιρείται και η βαρεία τους αμέλεια.
Άρθρο 4
Στις Τεχνικές Ασφαλίσεις , από βαρεία αμέλεια , δόλο του Λήπτη της Ασφάλισης ή / και του Ασφαλιζόμενου ή των προσώπων που συνοικούν μαζί του ή των νομίμων αντιπροσώπων του ή των εκπροσώπων του ή των τρίτων στους οποίους έχει ανατεθεί επαγγελματικά η φύλαξη του αντικειμένου της ασφάλισης ή των προσώπων που έχουν προστηθεί απ ’ αυτόν.
Άρθρο 5.
Σφάλματα ή ελαττώματα που προϋπήρχαν στα ασφαλισμένα αντικείμενα και ήταν ή θα έπρεπε να ήταν γνωστά στο Λήπτη της Ασφάλισης ή / και στον Ασφαλισμένο ή στους αντιπροσώπους του , κατά τον χρόνο έναρξης της ασφάλισης και δεν είχαν δηλωθεί στην Εταιρία.
Ν. 2496/1997, άρθρα 3, 4 και 7:
Άρθρο 3
Περιγραφή του κινδύνου
1.Κατά τη σύναψη της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Στοιχεία και περιστατικά, για τα οποία ο ασφαλιστής έθεσε σαφείς γραπτές ερωτήσεις, τεκμαίρεται ότι είναι τα μόνα τα οποία επηρεάζουν την από μέρους του εκτίμηση και αποδοχή του κινδύνου. Εάν ο ασφαλιστής συνάψει τη σύμβαση με βάση γραπτές ερωτήσεις, δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι :
α. συγκεκριμένες ερωτήσεις έμειναν αναπάντητες.
β. δεν ανακοινώθηκαν περιστάσεις που δεν αποτελούσαν αντικείμενα ερώτησης.
γ. δόθηκε καταφανώς ελλιπής απάντηση σε γενική ερώτηση, εκτός αν ο αντισυμβαλλόμενος ενήργησε κατά τον τρόπο αυτόν με πρόθεση να εξαπατήσει τον ασφαλιστή.
2.Ο ασφαλιστής δεν μπορεί να επικαλεστεί ατέλειες ή πλημμέλειες των απαντήσεων του ερωτηματολογίου, εκτός αν έγιναν από πρόθεση.
3.Αν για οποιονδήποτε λόγο, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ασφαλιστή ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν έχουν περιέλθει σε γνώση του ασφαλιστή στοιχεία ή περιστατικά που είναι αντικειμενικά ουσιώδη για την εκτίμηση του κινδύνου, ο ασφαλιστής δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση ή να ζητήσει την τροποποίηση της, μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός αφότου έλαβε γνώση αυτών των στοιχείων ή των περιστατικών.
- Η πρόταση του ασφαλιστή για τροποποίηση της σύμβασης θεωρείται ως καταγγελία, αν μέσα σ ́ ένα (1) μήνα από τη λήψη της δεν γίνει δεκτή και αυτό αναφέρεται στο έγγραφο της πρότασης.
- Σε περίπτωση παράβασης από αμέλεια τη υποχρέωσης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου αυτού, ο ασφαλιστής έχει τα δικαιώματα της παρ. 3 του άρθρου αυτού και επιπλέον, αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν τροποποιηθεί σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου αυτού, η ασφαλιστική σύμβαση ή πριν η καταγγελία αρχίσει να παράγει αποτελέσματα, το ασφάλισμα μειώνεται κατά το λόγο του ασφαλίστρου που έχει καθορισθεί προς το ασφάλιστρο που θα είχε καθορισθεί, αν δεν υπήρχε η παράβαση.
- Σε περίπτωση παράβασης από δόλο της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου αυτού, ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης. Αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει εντός της παραπάνω προθεσμίας, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσής του προς καταβολή του ασφαλίσματος. Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται σε αποκατάσταση κάθε ζημίας του ασφαλιστή
- Η καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης εκ μέρους του ασφαλιστή στις περιπτώσεις των παρ. 3 και 5 του άρθρου αυτού επιφέρει αποτελέσματα μετά πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από τότε που θα περιέλθει στον λήπτη της ασφάλισης ή μετά πάροδο ενός (1) μηνός από τη λήψη της πρότασης τροποποίησης που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου αυτού. Στην περίπτωση της παρ. 6 του άρθρου αυτού, η καταγγελία επιφέρει άμεσα αποτελέσματα. Ο ασφαλιστής δικαιούται των ασφαλίστρων που ήταν ληξιπρόθεσμα κατά το χρόνο, κατά τον οποίο επήλθαν τα αποτελέσματα της καταγγελίας της σύμβασης ή κατά το χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, στην περίπτωση που κατά τις παρ. 5 και 6 του άρθρου αυτού περιορίζεται η ευθύνη του ή απαλλάσσεται αυτής.
- Με την επιφύλαξη του άρθρου 29 παρ. 2, οι διατάξεις των παρ. 3 έως 5 του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται στις ασφαλίσεις ζωής. Επίσης, οι διατάξεις των παρ. 3 έως 5 του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται στις ασφαλίσεις ασθενειών.
Άρθρο 4
Επίταση του κινδύνου
1.Κατά τη διάρκεια της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή, μέσα σε δεκατέσσερις (14) ημέρες από τότε που περιήλθε σε γνώση του, κάθε στοιχείο ή περιστατικό, το οποίο μπορεί να επιφέρει σημαντική επίταση του κινδύνου, σε βαθμό που, αν ο ασφαλιστής το γνώριζε, δεν θα είχε συνάψει την ασφάλιση ή δεν θα την είχε συνάψει με τους ίδιους όρους.
2.Ο ασφαλιστής, μόλις λάβει γνώση της επίτασης του κινδύνου, δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση ή να ζητήσει την τροποποίησή της. Οι διατάξεις των παρ. 3, 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται καιστην επίταση του κινδύνου κατά τη διάρκεια της σύμβασης.
3.Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται στις ασφαλίσεις ζωής και ασθενειών
Άρθρο 7
Πραγματοποίηση του κινδύνου
Καταβολή του ασφαλίσματος
1.Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται εντός οκτώ (8) ημερών από τότε που έλαβε γνώση της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή. Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δίνει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, στοιχεία και έγγραφα που σχετίζονται με τις περιστάσεις και τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου που του ζητάει ο ασφαλιστής. Ο λήπτης της ασφάλισης δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν γνώριζε την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, αν τούτο οφείλεται σε βαριά του αμέλεια.
2.Η υπαίτια παράβαση από τον λήπτη της ασφάλισης των υποχρεώσεων της παρ. 1 αυτού του άρθρου παρέχει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του.
3.Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα προς αποφυγή ή μείωση της ζημίας και να ακολουθεί τις οδηγίες του ασφαλιστή. Τα έξοδα που προκύπτουν, εφόσον δικαιολογούνται από τις περιστάσεις, βαρύνουν τον ασφαλιστή, ακόμα και αν υπερβαίνουν το ασφαλιστικό ποσό. Αντίθετη συμφωνία επιτρέπεται αν ο λήπτης της
ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους. Αν το ασφάλισμα καλύπτει μέρος μόνο της ζημίας, ο ασφαλιστής υποχρεούται να αποδώσει μόνο ανάλογο μέρος των εξόδων, εκτός αν τα έξοδα δημιουργήθηκαν αποκλειστικά μετά από τις οδηγίες του ασφαλιστή.
4.Σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης των διατάξεων της παρ. 3 αυτού του άρθρου, ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται σε αποζημίωση του ασφαλιστή.
5.Ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης προς ασφάλισμα, αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται στη μεν ασφάλιση ζημιών, σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στη δε ασφάλιση προσώπων, μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των προσώπων που συνοικούν μαζί τους ή των νομίμων
αντιπροσώπων τους ή των εκπροσώπων τους ή των τρίτων στους οποίους έχει ανατεθεί επαγγελματικά η φύλαξη του αντικειμένου της ασφάλισης. Ο ασφαλιστής δικαιούται μόνο το δεδουλευμένο ασφάλιστρο.
6.Με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Επίσης, μπορεί να συμφωνηθεί ότι θα οφείλεται το ασφάλιστρο μέχρι τέλους της ασφαλιστικής περιόδου, αν μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης καταγγελθεί η σύμβαση.
7.Αν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Αν για τη διάγνωση της έκτασης του ασφαλίσματος απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα, ο ασφαλιστής υποχρεούται, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, σε καταβολή του ποσού για το οποίο δεν υπάρχει αμφισβήτηση.
Ως ασφαλιστική περίπτωση θεωρείται και η εξαγορά των ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής, που έχουν και επενδυτικό χαρακτήρα και τα οποία σχηματίζουν αξίες εξαγοράς, κατά την έννοια των διατάξεων του παρόντος νόμου. Στην περίπτωση αυτή, ο ασφαλιστής οφείλει να καταβάλει το ποσό των αξιών εξαγοράς και το τυχόν προϊόν Υπεραπόδοσης του Μαθηματικού
Αποθέματος, που προβλέπεται στις διατάξεις του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α ́), εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης από τον δικαιούχο. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου, ο Υπουργός Ανάπτυξης επιβάλλει πρόστιμο στον ασφαλιστή από τρεις χιλιάδες (3.000) μέχρι εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ. Το πρόστιμο που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο αποτελεί δημόσιο έσοδο και καταχωρείται στον κωδικό αριθμό εσόδου (Κ.Α.Ε.) 3739.» *
*ΣΗΜ.: Το ανωτέρω εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 34 του ν. 3377/2005 «Αρχές και Κανόνες για την εξυγίανση της λειτουργίας και την ανάπτυξη βασικών τομέων του εμπορίου και της αγοράς
Θέματα Υπουργείου Ανάπτυξης» (ΦΕΚ Α ́202/19.8.2005).
8.Οι διατάξεις των παρ. 2- 4 αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται στις ασφαλίσεις προσώπων.
Αν σας συνέβαινε να δώσετε συμβουλή επί αμοιβής για τη παραπάνω περίπτωση, ποια συμβουλή θα δίνατε?
Για να λάβετε την απάντηση του θέματος θα πρέπει να γίνετε μέλος της δημόσιας ομάδας (δείτε κάτωθι Link) και να συμμετάσχετε στη δημόσια δημοσκόπηση που διενεργείται σε αυτή. Κατόπιν θα λάβετε μέσω inbox την απάντηση του θέματος. Ως μέλος της ομάδας θα μπορείτε να λάβετε μέρος και σε παλαιότερες δημοσκοπήσεις που αφορούν σε παλαιότερα δημοσιευμένα θέματα και να λάβετε τις αντίστοιχες απαντήσεις εφόσον μας στείλετε σχετικό μήνυμα μέσω inbox.